- απόδημος
- ος , ον находящийся на чужбине, за границей; эмигрировавший;
απόδημος ελληνισμός — греки, живущие за пределами родины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
απόδημος ελληνισμός — греки, живущие за пределами родины
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπόδημος — away from one s country masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόδημος — η, ο (Α ἀπόδημος, ον) 1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, ο ξενιτεμένος 2. φρ. «ο απόδημος ελληνισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + δήμος «εδαφική περιοχή, συνήθως για να δηλώσει τον τόπο καταγωγής κάποιου»] … Dictionary of Greek
απόδημος — η, ο αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα, ο ξενιτεμένος: Οι απόδημοι Έλληνες της Αυστραλίας ζητούν δασκάλους από την πατρίδα για τα παιδιά τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απόδημος ελληνισμός — Οι Έλληνες μετανάστες. Εάν ανατρέξουμε στην ιστορία του έθνους μας, θα διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες πάντοτε ταξίδευαν πολύ και σε ολόκληρη την ιστορία τους ένα σημαντικό ποσοστό τους ζούσε έξω και μακριά από τη μητρόπολη. Οι αποικίες που… … Dictionary of Greek
ἀπόδημον — ἀπόδημος away from one s country masc/fem acc sg ἀπόδημος away from one s country neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμοις — ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμου — ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμους — ἀπόδημος away from one s country masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμων — ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποδήμῳ — ἀπόδημος away from one s country masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόδημα — ἀπόδημος away from one s country neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)